- ῥύπτομαι
- ῥύπτωcleansepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρύπτω — Α 1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει 2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο 3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου γὼ ῥύπτομαι» αφ ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος +… … Dictionary of Greek